ἄλγησις
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
εως, ἡ, A sense of pain, S.Ph.792, Ar.Th.147 : in later Prose, Iamb.Protr.21. κζ; νεύρων Vett. Val. 38.13.
German (Pape)
[Seite 90] ἡ, Schmerz, Soph. Phil. 781; Ar. Th. 147.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλγησις: -εως, ἡ, αἴσθησις πόνου, Σοφ. Φ. 792, Ἀριστοφ. Θεσμ. 147.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
souffrance, douleur.
Étymologie: ἀλγέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
dolor διαμπερὲς στέρνων ἔχοιτ' ἄ. S.Ph.792, cf. Ar.Th.147, Iambl.Protr.21, Vett.Val.37.18.
Greek Monolingual
ἄλγησις (-έως), η (Α) ἀλγῶ
αίσθηση πόνου, οδύνη, θλίψη.
Greek Monotonic
ἄλγησις: -εως, ἡ (ἀλγέω), οδυνηρός, θλιβερός, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄλγησις: εως ἡ страдание, мучение Soph., Arph.