ἐνναίω

From LSJ
Revision as of 18:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνναίω Medium diacritics: ἐνναίω Low diacritics: ενναίω Capitals: ΕΝΝΑΙΩ
Transliteration A: ennaíō Transliteration B: ennaiō Transliteration C: ennaio Beta Code: e)nnai/w

English (LSJ)

   A dwell in, τοισίδ' ἐνναίει δόμοις E.Hel.488; ὅσοισι [κακοῖσι] . . ὁρᾷς ἐνναίοντά με S.Ph.472, cf. Lyr.Alex.Adesp.35.22; ἐκεῖ S.OC 788: c. acc. loci, inhabit, Mosch.4.36, A.R.1.1076: in later Prose, [Κόρινθον] ἐ. ἐν μέσοις τοῖς ἀγαθοῖς Aristid.Or.46(3).27: 3pl. fut. Med. ἐννάσσονται A.R.4.1751: 3pl. aor. 1 Med. ἐννάσσαντο ib.1213, Call.Del.15: 3sg. aor. 1 Pass. ἐννάσθη A.R.3.1181.

German (Pape)

[Seite 846] (s. ναίω), darin wohnen; ἐκεῖ Soph. O. C. 792; ὅσοισί τ' εἰσήκουσας ἐνναίοντά με (κακοῖς), sich darin befinden, Phil. 470; τοισίδε δόμοις Eur. Hel. 489; ἐν ὄρεσσιν Ap. Rh. 4, 519; c. acc., bewohnen, Θήβην Mosch. 4, 36, a. Sp., wie Opp. Hal. 2, 49; aor. ἐννάσσαντο Ap. Rh. 4, 1213, fut. ἐννάσσομαι 4, 1751; ἐννάσθη, er ließ sich nieder, 3, 1181.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνναίω: ναίω ἐν, κατοικῶ ἐντός, τοῖσι δ’ ἐνναίει δόμοις Εὐρ. Ἑλ. 488· διατελῶ ἐν, οἴοις κακοῖσι... ὁρᾷς ἐνναίοντά με Σοφ. Φιλ. 472· διαμένω ἔν τινι τόπῳ, ἐκεῖ χώρας ἀλάστωρ οὐμὸς ἐνναίων ἀεὶ ὁ αὐτ. Ο. Κ. 788· μετ’ αἰτ. τόπου, κατοικῶ, Θήβην κουροτρόφον ἐνναίουσιν Μόσχ. 4. 36, Ἀπολλ. Ρόδ.: - γ΄ πληθ. μέσ. μέλλ. ἐννάσσονται ὁ αὐτ. Δ. 1751· γ΄ πληθ. ἀορ. ἐννάσσαντο αὐτόθι 1213, Καλλ. εἰς Δῆλ. 15: ἀόρ. παθ. ἐννάσθη, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1181.

French (Bailly abrégé)

habiter dans;
Moy. ἐνναίομαι être établi dans, résider dans.
Étymologie: ἐν, ναίω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. iterat. 3a sg. ἐνναίεσκεν Opp.H.5.461; med. fut. 3a plu. ἐννάσσονται A.R.4.1751; med. aor. ind. ἐννάσσαντο A.R.4.1213, Call.Del.15, pas. ἐννάσθη A.R.3.1181]
I intr.
1 habitar, morar en c. dat., ἐν y dat. o adv. de lugar τοισίδ' ἐνναίει δόμοις E.Hel.488, οἴκοις Ταρταρίοισι Orph.H.37.3, ἐν ὄρεσσιν A.R.4.519, ἐκεῖ S.OC 788, cf. Lyr.Alex.Adesp.35.22
fig. c. dat. abstr. vivir en medio de, entre ὁρᾷς ὅσοισί (κακοῖσι) τ' ἐξήκουσας ἐνναίοντά με S.Ph.472, ἐν μέσοις τοῖς ἀγαθοῖς Aristid.Or.46.27.
2 en v. med.-pas. asentarse, establecerse ἔνθα ... ἐννάσθη A.R.3.1181, ἵν' ... ἐννάσσονται A.R.4.1751, ἐνάσσαντο μετὰ χρόνον A.R.4.1213.
II tr. habitar c. ac. de lugar Θήβην Mosch.4.36, Κύζικον A.R.1.1076, λιθακὰς τε καὶ ἕρμακας Nic.Th.150, σορόν TAM 4(1).363.1 (II d.C.), ἠέρα Opp.H.2.40, Ἔρεβος Cod.Vis.Iust.24.

Greek Monolingual

ἐννιαίω (Α) ναίω
1. κατοικώ, μένω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι («ἐκεῑ χώρας ἀλάστωρ οὑμὸς ἐνναίων ἀεί», Σοφ.)
2. ίδια σημ. και το μέσ. και παθ. (α. «τῷ σφε καὶ ἰχθυοβολῆες ἁλίπλοοι ἐννάσαντο» — εκεί και οι ψαράδες που πλέουν στη θάλασσα, Καλλιμ.
β. «ἔνθα καὶ ἐννάσθη» — όπου και αποικίστηκε, διέμεινε, Απολλ. Ρόδ.).

Greek Monotonic

ἐνναίω: διαμένω, ζω, κατοικώ εντός, με δοτ., σε Ευρ.· ἐνν.ἐκεῖ, σε Σοφ.· με αιτ. τόπου, κατοικώ, σε Μόσχ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνναίω: (только praes.) обитать, жить (ἐκεῖ χώρας Soph.; τοισίδε δόμοις Eur.): ὁρᾶν τινα ἐνναίοντα κακοῖς Soph. видеть кого-л. в беде.

Middle Liddell


to dwell in a place, c. dat., Eur.; ἐνν. ἐκεῖ Soph.:—c. acc. loci, to inhabit, Mosch.