ἐπίφλεβος

From LSJ
Revision as of 19:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίφλεβος Medium diacritics: ἐπίφλεβος Low diacritics: επίφλεβος Capitals: ΕΠΙΦΛΕΒΟΣ
Transliteration A: epíphlebos Transliteration B: epiphlebos Transliteration C: epiflevos Beta Code: e)pi/flebos

English (LSJ)

ον   A, (φλέψ) with prominent veins, Hp.Epid.6.4.19, Arist. HA493a3, etc.

German (Pape)

[Seite 1000] mit hervorstehenden, auf der Oberfläche sichtbaren Adern, Hippocr.; Arist. H. A. 1, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίφλεβος: -ον, (φλὲψ) ἔχων τὰς φλέβας ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἔχων αὐτὰς ἐξεχούσας ὑπεράνω τῆς ἐπιφ., Ἱππ. 1180C, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12.

Greek Monolingual

ἐπίφλεβος, -ον (Α)
αυτός που οι φλέβες του προεξέχουν από την επιφάνεια του δέρματος («ἔσω δ’ ἄλλο μόριον σταφυλοφόρον, κίων ἐπίφλεβος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλεψ «φλέβα»].

Russian (Dvoretsky)

ἐπίφλεβος: с выступающими наружу жилами, жилистый Arst.