ἐπιδιανέμω
From LSJ
English (LSJ)
A distribute, ἄρτους ἱερεῦσι Ph.2.240; τινί τι J.BJ2.6.3:—Pass., αἱ τρεῖς μναῖ ἐ. τῷ στατῆρι Arist.Ath.10.2.
German (Pape)
[Seite 937] (s. νέμω), noch dazu vertheilen, Philo.
Greek Monolingual
ἐπιδιανέμω (Α)
διανέμω επί πλέον.