ἐριβριθής
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
ές, A very heavy, Opp.H.5.636.
German (Pape)
[Seite 1028] ές, sehr schwer, gewichtig, μολίβου χύσις Opp. H. 5, 636.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριβρῑθής: -ες, λίαν βαρύς, Ὀρφ. Ὕμν. 5. 636.
Greek Monolingual
ἐριβριθής, -ές (Α)
ο πολύ βαρύς («ἐριβριθῆ μολύβου χύσιν», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -βριθής (< βρίθος)].