Ἑρμαϊκός
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ή, όν, A of Hermes, σειρά Marin.Procl.28; of the planet Mercury, σφαῖρα Procl.in Alc.p.113 C.; so in Astrol., Ἑ. ἔργα Cat. Cod.Astr. 2.203; Ἑ. πράξεις ib.8(4).238, cf. Sch.Ptol. Tetr.77; also of certain ζῴδια, Jul.Laod. in Cat.Cod.Astr.5(1).187. Adv. -κῶς Eust. 808.19. II pl., = sq. 1.1, Cat.Cod.Astr.1.150.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑρμαϊκός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸν Ἑρμῆν ἢ ὢν ὅμοιος αὐτῷ, Μαρίνος ἐν βίῳ Πρόκλου 28, Εὐστ. Πονημάτ. 263. 36· ― Ἑρμαϊκοί, οἱ τοῦ Ὁρατίου viri Mercuriales, πεπαιδευμένοι ἄνδρες, φιλόλογοι, Θεόδ. Ὑρτακ. ἐν Notices de Mss. 6. σ. 45. Ἐπιρρ -κῶς. Εὐστ. 818. 19.