ὑποδμώς
From LSJ
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
ῶος, ὁ, A servant, Ποσειδάωνος Od.4.386, Matro Conv.62.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδμώς: -ῶος, ὁ, δευτερεύων δοῦλος, τινος Ὀδ. Δ., πρβλ. ὑποδρηστήρ.
French (Bailly abrégé)
ῶος (ὁ) :
serviteur subalterne, ou simpl. serviteur.
Étymologie: ὑπό, δμώς.
English (Autenrieth)
under-servant, underling, Od. 4.386†.
Greek Monolingual
-ῶος, ὁ, Α
υποδεέστερος δούλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δμώς «δούλος, υπηρέτης»].
Greek Monotonic
ὑποδμώς: -ῶος, ὁ, δευτερεύων δούλος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποδμώς: ῶος ὁ раб, слуга (τινος Hom.).