ὠφελητέος

From LSJ
Revision as of 09:25, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠφελητέος Medium diacritics: ὠφελητέος Low diacritics: ωφελητέος Capitals: ΩΦΕΛΗΤΕΟΣ
Transliteration A: ōphelētéos Transliteration B: ōphelēteos Transliteration C: ofeliteos Beta Code: w)felhte/os

English (LSJ)

α, ον,    A proper to be served, ὠφελγτέα σοι ἡ πόλις X.Mem.3.6.3.    II ὠφελητέον, one must serve, τὴν πόλιν ib.2.1.28.

Greek (Liddell-Scott)

ὠφελητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν εἶναι ἀναγκαῖονπρέπον νὰ βοηθήσῃ τις, ὠφελητέα σοι ἡ πόλις Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 3. ΙΙ. ὠφελητέον, πρέπει τις νὰ βοηθήσῃ ἢ νὰ ὠφελήσῃ, ὠφ. τὴν πόλιν αὐτόθι 2. 1, 28.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ὠφελέω.

Greek Monotonic

ὠφελητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ.,
I. απαραίτητος στην παροχή βοήθειας ή κατάλληλος να βοηθηθεί, σε Ξεν.
II. ὠφελητέον, αυτός που κάποιος πρέπει να βοηθήσει· τὴν πόλιν, στον ίδ.

Middle Liddell

ὠφελητέος, η, ον, verb. adj. of ὠφελέω
I. necessary or proper to be assisted, Xen.
II. ὠφελητέον, one must assist, τὴν πόλιν Xen.