συμφοιτάω
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
Ion. συμφοιτέω, A go regularly to a place together, Hdt.2.60, 4.180; esp., go to school together, Ar.Eq.988 (lyr.), Pl.Euthd.272d, D.39.24, Gal.6.756; τινι with one, Luc.Ind.3; παρά τινα Pl.Euthd. 304b, etc.; εἰς ταὐτὸ διδασκαλεῖόν τινι X.Smp.4.23; εἰς Ἀσκληπιοῦ Aristid. Or.23(42).16. (Cf. φοιτάω 1.5, φοιτητής.)
German (Pape)
[Seite 992] mit, zugleich, zusammen häufig oder gewöhnlich wohin gehen; Ar. Equ. 983; παρά τινα, Plat. Euthyd. 304 b; Dem. 39, 24 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμφοιτάω: Ἰων. -έω, φοιτῶ, συχνάζω ὁμοῦ εἴς τινα τόπον, Ἡρόδ. 2. 60., 4. 180· κυρίως φοιτῶ εἰς σχολεῖον ὁμοῦ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 988, Πλάτ. Εὐθύδ. 272D, Δημ., κλπ.· τινί, μετά τινος, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 3· παρά τινα Πλάτ. Εὐθύδ. 304Β, κτλ.· εἰς ταὐτὰ διδασκαλεῖα ἐκείνῳ Ξεν. Συμπ. 4. 23· εἴς τινος Ἀριστείδ. 1. 520. Πρβλ. φοιτάω 1. 5, φοιτητής.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
fréquenter ensemble une école : τινι aller à l’école avec qqn, être camarade d’école.
Étymologie: σύν, φοιτάω.
Greek Monotonic
συμφοιτάω: Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, συχνάζω κάπου από κοινού, σε Ηρόδ.· ιδίως φοιτώ σε σχολείο μαζί με άλλους, σε Αριστοφ., Δημ. κ.λπ.· τινί, με κάποιον, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συμφοιτάω: ион. συμφοιτέω
1) вместе хаживать: σ. ἐς τωυτό Her. собираться в одно место;
2) вместе посещать школу Arph., Plat., Dem.: σ. τινι Luc. ходить в школу с кем-л.; σ. παρά τινα Plat. ходить в школу к кому-л.; εἰς ταὐτὰ διδασκαλεῖά τινι σ. Xen. ходить с кем-л. в одну и ту же школу, т. е. быть чьим-л. школьным товарищем.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-φοιτάω, Att. ξυμφοιτάω samenkomen. samen (met...) naar school gaan; met dat. met iem..; Luc. 31.3; met παρά + acc. bij iem.. Plat. Euthyd. 304b.
Middle Liddell
ionic -έω fut. ήσω
to go regularly to a place together, Hdt.: esp. to go to school together, Ar., Dem., etc.; τινί with one, Luc.