αὐτοκέλευστος

From LSJ
Revision as of 20:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοκέλευστος Medium diacritics: αὐτοκέλευστος Low diacritics: αυτοκέλευστος Capitals: ΑΥΤΟΚΕΛΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: autokéleustos Transliteration B: autokeleustos Transliteration C: aftokelefstos Beta Code: au)toke/leustos

English (LSJ)

ον, A self-bidden, i. e. unbidden, X.An.3.4.5, D.H.8.66, AP5.21 (Rufin.); προθυμία Ph.2.90, al. Adv. -τως Aristeas 92.

German (Pape)

[Seite 398] auf eigenen Befehl, also ungeheißen, von selbst, Xen. An. 3, 4, 5 u. Sp., wie Dion. Hal. 8, 66.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοκέλευστος: -ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἐξ οἰκείας θελήσεως, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 5, Διον. Ἁλ. 8. 66, Ἀνθ. Π. 5. 22. ‒ Ἐπίρρ. -τως Ἐκκλ. ἀλλ’ ὡσαύτως αὐτοκελευστὶ Φίλων σ. 19. Mai.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui agit des sa propre volonté, spontané.
Étymologie: αὐτός, κελεύω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que se ofrece a sí mismo, espontáneo de pers. en posición pred. αὐτοκέλευστοι οἱ Ἕλληνες ᾐκίσαντο X.An.3.4.5, ἔγνωσαν αὐτοκέλευστοι D.H.8.66, διχῇ ἐνεμήθησαν αὐτοκέλευστοι D.C.41.39.4, κοίρανος Nonn.Par.Eu.Io.19.15, πόρτις Nonn.D.15.215, de Cristo, Nonn.Par.Eu.Io.5.15, 18.4, del Espíritu Santo, Gr.Naz.M.37.408A
tb. de abstr. πόθος AP 5.22 (Rufin.), προθυμία Ph.2.90
ἐκ τοῦ αὐτοκελεύστου espontáneamente Arr.Parth.34.
2 aceptado voluntariamente ἀνάγκη Nil.M.79.601B.
3 adv. -ως voluntariamente αὐ. διαπονεῖν Aristeas 92.

Greek Monolingual

αὐτοκέλευστος, -ον (Α)
αυτός που συντελείται εκούσια, με τη θέληση του ενδιαφερομένου.

Greek Monotonic

αὐτοκέλευστος: -ον, αυτός που έρχεται με δική του πρωτοβουλία, δηλ. απρόσκλητος ή με τη θέλησή του, σε Ξεν., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοκέλευστος: (действующий) по собственному почину, по своей воле Xen., Anth.

Middle Liddell


self-bidden, i. e. unbidden, of one's own accord, Xen., Anth.