Σικυώνα
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
Greek Monolingual
η / Σικυών, -ῶνος, ΝΑ
αρχαιολ. πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα της Σικυωνίας, χώρας που βρισκόταν σε απόσταση 25 περίπου χιλιομέτρων δυτικά της Κορίνθου
αρχ.
(ως προσηγορ. και κυρίως στη φρ.) «γῆ σικυών» — η Σικυωνία (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < σικύα / σίκυος + επίθημα -ών (πρβλ. σικυώνας)].