αγιομνήσι

From LSJ
Revision as of 22:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source

Greek Monolingual

το (Μ ἁγιομνήσιον)
νεοελλ.
1. θρησκευτικό πανηγύρι που τελείται συνήθως στα ξωκλήσια
2. το ξωκλήσι, όπου τελείται θρησκευτικό πανηγύρι
μσν.
άγια, ιερή μνήμη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἁγιομνήσιον < ἅγιος + μιμνήσκομαι].