ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
αἰγιβότης, ο (Α)
1. αυτός που εκτρέφει κατσίκες
2. ο αιγίβοτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰγι- (< αἴξ) + -βότης < βόσκω.