ακρελεφάντινος
From LSJ
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκρελεφάντινος, -ον)
αυτός που έχει άκρα (γωνίες κ.λπ.) κατασκευασμένα από ελεφαντόδοντο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + ἐλεφάντινος.