ακρόκομος
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
Greek Monolingual
ἀκρόκομος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. τών Θρακών) αυτός που έχει μαλλιά μόνο στην κορυφή της κεφαλής
2. (για ζώα) αυτός που έχει τρίχες στο πιγούνι
3. (για δέντρα και κυρίως για τον φοίνικα) αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα στην κορυφή
4. φρ. «ἀκρόκομοι κυπάρισσοι» — κωνικά κυπαρίσσια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + -κομος < κόμη.