θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
ἀλγύνω (Α)1. ενεργ. προξενώ σωματικό ή ψυχικό πόνο, στενοχωρώ, λυπώ, θλίβω2. παθ. αισθάνομαι σωματικό ή ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπούμαι, ταλαιπωρούμαι.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλγος.ΠΑΡ. αρχ. ἀλγυνσις, ἀλγυντήρ.