αλιτενής

From LSJ
Revision as of 23:13, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

ἁλιτενής, -ές (Α)
1. αυτός που εκτείνεται στη θάλασσα ή κοντά στη θάλασσα
2. (για χώρες ή εδάφη) επίπεδος, πεδινός
3. (για πλοία) αυτός που δεν έχει τρόπιδα (καρένα)
4. (για τη θάλασσα) ανάβαθος, ρηχός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + -τενής < τένος (< τείνω)].