καλεστής
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A gloss on κλητήρ, Sch.rec.A.Th.574: κᾰλεστός, ή, όν, = κλητός, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1307] ὁ, Erkl. von κλητήρ, Schol. Aesch. Spt. 580.
Greek (Liddell-Scott)
καλεστής: -οῦ, ὁ, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως κλητήρ, Σχόλ. εἰς Αἰσχυλ. Θήβ. 574· - καλεστός, ή, όν, ἀντί κλητός, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο (Α καλεστής) καλώ
αυτός που προσκαλεί σε γιορτή
αρχ.
αυτός που προσφέρει τα φαγητά στους καλεσμένους, αμφιτρύωνας.