κατάπλυσις

From LSJ
Revision as of 10:47, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπλῠσις Medium diacritics: κατάπλυσις Low diacritics: κατάπλυσις Capitals: ΚΑΤΑΠΛΥΣΙΣ
Transliteration A: katáplysis Transliteration B: kataplysis Transliteration C: kataplysis Beta Code: kata/plusis

English (LSJ)

εως, ἡ, A bathing in water, τῶν σκελῶν X.Eq.5.9.

German (Pape)

[Seite 1371] ἡ, das Abspülen, Abwaschen, Xen. de re equ. 5, 9.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπλυσις: -εως, ἡ, ἡ διὰ τοῦ καταχεομένου ὕδατος πλύσις, κάθαρσις, τῶν σκελῶν Ξεν. Ἱππ. 5. 9.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de laver.
Étymologie: καταπλύνω.

Greek Monolingual

κατάπλυσις, ἡ (Α) καταπλύνω
πλύσιμο, λούσιμο, καθάρισμα με νερό.

Greek Monotonic

κατάπλῠσις: ἡ, πλύσιμο σε νερό, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κατάπλῠσις: εως ἡ омовение, мытье (τῶν σκελῶν Xen.).

Middle Liddell

κατάπλῠσις, ιος [from καταπλύ¯νω]
a bathing in water, Xen.