κατονομασία
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ἡ, A name, denomination, Str.1.2.34 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1404] ἡ, Benennung, Strab. I, 42.
Greek (Liddell-Scott)
κατονομᾰσία: ἡ, ἡ διὰ τοῦ ὀνόματος διάκρισις, ἐπωνυμία Στράβ. 42.
Greek Monolingual
η (Α κατονομασία) κατονομάζω
αναφορά που γίνεται με δήλωση του ονόματος, το να αναφέρει κάποιος ονομαστικά κάποιον ή κάτι.