κηροτέχνης
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
ου, ὁ, A modeller in wax, Anacreont.10.9.
German (Pape)
[Seite 1434] ὁ, Wachskünstler, -bildner, Anacr. 10, 9.
Greek (Liddell-Scott)
κηροτέχνης: -ου, ὁ, κηροπλάστης, Ἀνακρέοντ. 10. 9
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
modeleur de cire.
Étymologie: κηρός, τέχνη.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κηροτέχνης)
κηροπλάστης, τεχνίτης που κατεργάζεται το κερί.
Greek Monotonic
κηροτέχνης: -ου, ὁ, κηροπλάστης, σε Ανακρεόντ.
Russian (Dvoretsky)
κηροτέχνης: ου ὁ лепящий фигуры из воска, ваятель Anacr.
Middle Liddell
κηρο-τέχνης, ου,
a modeller in wax, Anacreont.