κοπροξύστης

From LSJ
Revision as of 12:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπροξύστης Medium diacritics: κοπροξύστης Low diacritics: κοπροξύστης Capitals: ΚΟΠΡΟΞΥΣΤΗΣ
Transliteration A: koproxýstēs Transliteration B: koproxystēs Transliteration C: koproksystis Beta Code: koprocu/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who clears out manure, UPZ119.40 (ii B. C.).

Greek Monolingual

κοπροξύστης, ὁ (ΑM)
αυτός που ξύνει και καθαρίζει κάτι από την κοπριά, αυτός που καθαρίζει τις κοπριές του στάβλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -ξύστης (< ξύω), πρβλ. λιθο-ξύστης, ουρανο-ξύστης.