κορυφαγενής

From LSJ
Revision as of 12:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῠφᾱγενής Medium diacritics: κορυφαγενής Low diacritics: κορυφαγενής Capitals: ΚΟΡΥΦΑΓΕΝΗΣ
Transliteration A: koryphagenḗs Transliteration B: koryphagenēs Transliteration C: koryfagenis Beta Code: korufagenh/s

English (LSJ)

ές, A head-born, prop. epith. of Athena: in Pythag. philosophy, of an equilat. triangle, like Τριτογένεια ΙΙ, Plu.2.381f.

Greek (Liddell-Scott)

κορῠφᾱγενής: -ές, ὁ ἐκ τῆς κεφαλῆς ἢ τῆς κορυφῆς γεννηθείς, ἐπίθετον τῆς Ἀθηνᾶς· ― ἐν τῇ Πυθαγορείῳ φιλοσοφίᾳ, ἐπίθετον ἰσοπλεύρου τριγώνου, ὡς τὸ Τριτογένεια ΙΙΙ, Πλούτ. 2. 381Ε.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né de la tête de Zeus.
Étymologie: κορυφή, γένος.

Greek Monolingual

κορυφαγενής, -ές (Α)
1. (ως επίθ. της Αθηνάς) αυτή που γεννήθηκε από το κεφάλι του Διός
2. (στην Πυθαγόρεια φιλοσοφία) (για τρίγωνο) ισόπλευρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφά (δωρ. τ. του κορυφή) + -γενής (< γένος), πρβλ. θεο-γενής, νυμφα-γενής].

Russian (Dvoretsky)

κορῠφᾱγενής: родившийся из головы (Зевса) (Ἀθηνᾶ Plut.).