κρήνηθεν
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
English (LSJ)
Adv. A from a well or spring, AP15.25.18 (Besant.).
German (Pape)
[Seite 1507] aus der Quelle, πίνειν, Dosiad. ar. (XV, 25).
Greek (Liddell-Scott)
κρήνηθεν: Ἐπίρρ. ἐκ κρήνης, Ἀνθ. Π. 15. 25.
French (Bailly abrégé)
adv.
de la fontaine.
Étymologie: κρήνη, -θεν.
Greek Monolingual
κρήνηθεν (Α)
επίρρ. από την κρήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. άλλο-θεν, οίκο-θεν)].
Greek Monotonic
κρήνηθεν: επίρρ., από πηγάδι ή πηγή, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κρήνηθεν: adv. из источника (πίνειν Anth.).