λεκιθίτης
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
[ῑτ] ἄρτος, ὁ, bread A made of pulse, Seleuc. ap. Ath.3.114b, cf. Carm.Pop.41.11.
German (Pape)
[Seite 27] ἄρτος, ὁ, ein mit Eidotter bereitetes, od. aus Hülsenfrüchten gebackenes Brot, auch ἐτνίτης, Ath. III, 114 b, vgl. VIII, 360 c.
Greek (Liddell-Scott)
λεκῐθίτης: [ῑτ] ἄρτος, ὁ, πλακοῦς ᾧ παραμέμικται καὶ ᾠοῦ λέκιθος, Σέλευκ. παρ’ Ἀθην. 114Β· πρβλ. τὸ ᾆσμα τῆς χελιδόνος, Σκόλ. 41 ἐν Bergk Λυρ. σ. 1311.
Greek Monolingual
λεκιθίτης, ὁ (Α) λέκιθος
ψωμί παρασκευασμένο από αλεύρι που προέρχεται από όσπρια, ιδίως από κουκιά, ή γλυκό με κύρια συστατικά το αλεύρι και κρόκους αβγών.