λεσχάζω
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
(λέσχη) A prate, chatter, κακὰ λ. Thgn.613.
German (Pape)
[Seite 32] schwatzen, plaudern, Theogn. 613.
Greek (Liddell-Scott)
λεσχάζω: (λέσχη) λεσχηνεύω, πολυλογῶ, μωρολογῶ, κακὰ λ. Θέογν. 613· οὕτω λεσχαίνω, Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 488. 54, Καλλ. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 9.
French (Bailly abrégé)
causer, converser, bavarder.
Étymologie: λέσχη.
Greek Monolingual
λεσχάζω (Α) λέσχη
φλυαρώ, πολυλογώ, μωρολογώ.
Greek Monotonic
λεσχάζω: πολυλογώ, φλυαρώ, κουτσομπολεύω, σε Θέογν.