λινορραφής

From LSJ
Revision as of 14:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνορρᾰφής Medium diacritics: λινορραφής Low diacritics: λινορραφής Capitals: ΛΙΝΟΡΡΑΦΗΣ
Transliteration A: linorraphḗs Transliteration B: linorraphēs Transliteration C: linorrafis Beta Code: linorrafh/s

English (LSJ)

ές, (ῥάπτω) A sewn of flax, τυλεῖα S.Fr.468; λ. δόμος dub.sens. in A.Supp. 134 (lyr.). II making nets, ἁλιῆες Nonn.D.23.131.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνορρᾰφής: -ές, (ῥάπτω) ἐρραμμένος διὰ λίνου, τυλεῖον Σοφ. Ἀποσπ. 415c· λ. δόμος ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 134, μένει ἀνερμήνευτον. ΙΙ. κατασκευάζων δίκτυα, Νόνν. Δ. 23. 121.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fait de bandes de toile cousues ensemble.
Étymologie: λίνον, ῥάπτω.

Greek Monolingual

λινορραφής, -ές (Α)
1. ραμμένος με νήμα από λινάρι
2. αυτός ο οποίος κατασκευάζει δίχτια («λινορραφεῑς ἁλιῆες», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ραφής (< θ. ραφ-, πρβλ. ραφ-ή), πρβλ. δολο-ρραφής, πολυ-ρραφής].

Russian (Dvoretsky)

λῐνορρᾰφής: сшитый из льняной ткани (τυλεῖα Soph.): λ. δόμος Aesch. парусный дом, т. е. корабль.