ἀξιοπιστόστερα εἰσί τραύματα φίλου ἢ ἐκούσια φιλήματα ἐχθροῦ → faithful are the wounds of a friend; but the kisses of an enemy are deceitful
Full diacritics: λύγγιος | Medium diacritics: λύγγιος | Low diacritics: λύγγιος | Capitals: ΛΥΓΓΙΟΣ |
Transliteration A: lýngios | Transliteration B: lyngios | Transliteration C: lyggios | Beta Code: lu/ggios |
α, ον, A of a lynx, δέρμα Edict.Diocl.in IG5(1).1115 Aii65 (Geronthrae).
λύγγιος, -ία, -ον (Α) [[[λυγξ]] (I)]
αυτός που αναφέρεται στον λύγκα ή προέρχεται από τον λύγκα («δέρμα λύγγιον», Διοκλητ.).