μακροβόλος

From LSJ
Revision as of 14:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροβόλος Medium diacritics: μακροβόλος Low diacritics: μακροβόλος Capitals: ΜΑΚΡΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: makrobólos Transliteration B: makrobolos Transliteration C: makrovolos Beta Code: makrobo/los

English (LSJ)

ον, A far-throwing, σφενδόνη Id.8.3.33 (Comp.), Eust.311.20 (Comp.).

Greek (Liddell-Scott)

μακροβόλος: -ον, ὁ βάλλων μακράν, σφενδόνη Στράβ. 311. 20.

Greek Monolingual

-ο (AM μακροβόλος, -ον)
αυτός που βάλλει μακριά, που ρίχνει, που εξακοντίζει σε μεγάλη απόσταση («μακροβολωτέρας δ' οὔσης τῆς σφενδόνης πεσεῑν τὸν Δέγμενον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος.