μεγαλαυχέω

From LSJ
Revision as of 15:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλαυχέω Medium diacritics: μεγαλαυχέω Low diacritics: μεγαλαυχέω Capitals: ΜΕΓΑΛΑΥΧΕΩ
Transliteration A: megalauchéō Transliteration B: megalaucheō Transliteration C: megalafcheo Beta Code: megalauxe/w

English (LSJ)

A boast, brag, A.Ag.1528 (anap.), LXX Ez.16.50, Ph. 1.284, AP5.272 (Agath.); ἐπί τινι Plb.12.13.10; ἐν ταῖς εὐπραγίαις Id.8.21.11; διά τι D.S.15.16:—also in Med., Pl.Alc.1.104c, R.395d; ἐπί τινι App.BC1.13. II c.acc., boast of, μονομάχιον Id.Gall. 10.

German (Pape)

[Seite 105] großprahlen, sich rühmen; μηδὲν ἐν Αιδου μεγαλαυχείτω, Aesch. Ag. 1509; κατά τινος, Agath. 13 (V, 273); auch in Prosa, Pol. 8, 23, 11; ἐπί τινι, σεμνύνεσθαι καὶ μ., 15, 23, 5; – geläufiger im med., Plat. Rep. III, 395 d Alc. I, 104 c.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλαυχέω: καυχῶμαι μεγάλως, ὁμιλῶ κομπορρημόνως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1528, Ἀνθ. Π. 5. 273· - τὸ πλεῖστον ἐν μέσ. τύπῳ, καυχῶμαι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 104C, Πολ. 395D· ἐπί τινι, ἔν τινι Πολύβ. 12. 13, 10, κτλ.· διά τι Διόδ. 15. 16· - ῥημ. ἐπίθ. -ητέον, Φίλων 2. 217.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être orgueilleux, se vanter.
Étymologie: μεγάλαυχος.

English (Strong)

from a compound of μέγας and aucheo (to boast; akin to αὐξάνω and καυχάομαι); to talk big, i.e. be grandiloquent (arrogant, egotistic): boast great things.

English (Thayer)

μεγαλαύχω; (μεγάλαυχος, and this from μεγάλα and αὐχέω); to be grandiloquent; to boast great things, to bear oneself loftily in speech or action: ἡ γλῶσσα μεγάλαυχεῖ (L T Tr WH μεγάλα αὐχεῖ), Aeschylus Ag. 1528; Polybius 12,13, 10; 8,23, 11; Diodorus 15,16, others; middle γυναῖκα πρός Θεούς ἐριζουσαν καί μεγαλαυχουμενην, Plato, rep. 3, p. 395d.; for גָּבָה, to exalt oneself, carry oneself haughtily, Sirach 48:18.)

Greek Monotonic

μεγᾰλαυχέω: μέλ. -ήσω, κομπορρημονώ, καυχιέμαι, καυχησιολογώ, σε Αισχύλ. — Μέσ., καυχιέμαι για τον εαυτό μου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλαυχέω: тж. med. хвастаться, чваниться (ἐπί и ἔν τινι Polyb., διά τι Diod., κατά τινος Anth.; μηδὲν μεγαλαυχείτω Aesch.).

Middle Liddell

μεγᾰλαυχέω, fut. -ήσω
to boast highly, talk big, Aesch.: —Mid. to boast oneself, Plat. [from μεγάλαυχος

Chinese

原文音譯:megalaucšw 姆瓜而-凹黑哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:大-自誇 相當於: (גָּבַהּ‎)
字義溯源:說大話,大話,誇口,自傲,自大;由(μέγας)*=大)與(αὐτόχειρ)X*=自誇)組成;而 (αὐτόχειρ)X類似(αὐξάνω / αὔξω / ξαίνω)=生長*),及(καυχάομαι)=誇耀)。註:欽定本用 (μέγας)不用 (αὐχέω / μεγαλαυχέω
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編
1) 大話(1) 雅3:5