νεόπτολις
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
εως, ἡ, poet. for νεόπολις, πόλις ν. A new-founded city, A. Eu.687.
German (Pape)
[Seite 243] ἡ, poet. = νεάπολις, neugegründet, πόλις, Aesch. Eum. 637.
Greek (Liddell-Scott)
νεόπτολις: ἡ, ποιητ. ἀντὶ νεόπολις, = νεάπολις, πόλις ν., νεωστὶ κτισθεῖσα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 687.
French (Bailly abrégé)
seul. nom.
nouvelle ville.
Étymologie: νέος, πτόλις.
Greek Monolingual
νεόπτολις, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. νεόπολις.
Greek Monotonic
νεόπτολις: ἡ, ποιητ. αντί νεόπολις = νεάπολις, πόλη πρόσφατα ιδρυμένη, κτισμένη, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
νεόπτολις: ἡ (только acc. νεόπτολιν) новый город: ν. πόλις Aesch. вновь построенный город.
Middle Liddell
νεόπτολις, ιος, ἡ, [poetic for νεόπολις
newly-founded, Aesch.