Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
Full diacritics: οἰνοδόχος | Medium diacritics: οἰνοδόχος | Low diacritics: οινοδόχος | Capitals: ΟΙΝΟΔΟΧΟΣ |
Transliteration A: oinodóchos | Transliteration B: oinodochos | Transliteration C: oinodochos | Beta Code: oi)nodo/xos |
ον, A containing wine, ibid.,EM247.2 : as Subst., cupbearer, LXXTo.1.22(v.l.).
οἰνοδόχος, -ον (Α)
1. αυτός που περιέχει κρασί
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ οἰνοδόχος
οινοχόος, κεραστής (ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόχος].