περιστάθη
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
A v. περιίστημι.
Greek (Liddell-Scott)
περιστάθη: ἴδε περιίστημι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao. Pass. poét. de περιΐστημι.
English (Autenrieth)
see περιίστημι.
Greek Monotonic
περιστάθη: Επικ. γʹ ενικ. Παθ. αορ. αʹ του περιίστημι.
Russian (Dvoretsky)
περιστάθη: эп. 3 л. sing. aor. pass. к περιΐστημι.