ποικιλμός
From LSJ
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
ὁ, A elaboration, refinement, Epicur.Fr. 417(pl.); variegation, Plu.2.382c.
German (Pape)
[Seite 649] ὁ, = ποίκιλσις, ποικιλία, Plut. non posse 3.
Greek (Liddell-Scott)
ποικιλμός: ὁ, = ποικιλία, Πλούτ. 2. 382C, 1088C.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de varier, de diversifier.
Étymologie: ποικίλλω.
Greek Monolingual
ὁ, Α ποικίλλω
1. λεπτή επεξεργασία
2. ποικίλος διάκοσμος, ποικιλία («ἡ Ὀσίριδος στολὴ οὐκ ἔχει... ποικιλμόν», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
ποικιλμός: ὁ
1) пестрота, узорчатость (sc. τῆς στολῆς Plut.);
2) различие, разнообразие Plut.