πολυφυής

From LSJ
Revision as of 21:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυφῠής Medium diacritics: πολυφυής Low diacritics: πολυφυής Capitals: ΠΟΛΥΦΥΗΣ
Transliteration A: polyphyḗs Transliteration B: polyphyēs Transliteration C: polyfyis Beta Code: polufuh/s

English (LSJ)

ές, (φυή) A divided into many, manifold, Arist.HA493a1.

German (Pape)

[Seite 676] ές, vielartig, mannichfaltig; Arist. H. A. 1, 11; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠφυής: -ές, (φυὴ) ὁ εἰς πολλὰ διῃρημένος, πολυμερής, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· πρβλ. διφυής.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που έχει πολλαπλή φύση, πολυειδής, πολύμορφος, πολυποίκιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φυής (< φυή ή φύος, τὸ < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. ευ-φυής, μεγαλο-φυής].

Russian (Dvoretsky)

πολυφῠής: разделенный на много частей: τὸ πολυφυὲς (τοῦ σώματος) οὖλον Arst. разделенная (на множество зубных луночек) часть рта (называется) десной.