προσκαταλείπω
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
A leave besides as a legacy, ἀρχήν τινι Th.2.36: also, leave or lose besides, τὰ αὑτῶν Id.4.62; σχολήν Plu.2.840e. II leave over, of surplus material, LXXEx.36.7; leave behind, in dissection or operations, Heliod. ap. Orib.50.48.5, Gal.2.531: generally, leave behind one, τὸ ἱμάτιον J.AJ2.4.5.
German (Pape)
[Seite 768] noch dazu, dabei zurück, übrig lassen, Thuc. 2, 36. 4, 62 u. Sp., wie Philo.
Greek (Liddell-Scott)
προσκαταλείπω: καταλείπω προσέτι εἰς κληρονομίαν, ἀρχήν τινι Θουκ. 2. 86· ὡσαύτως, ἐγκαταλείπω ἢ χάνω προσέτι, τὰ αὑτῶν ὁ αὐτ. 4. 62· σχολὴν Πλουτ. 2. 840Ε.
French (Bailly abrégé)
laisser en outre.
Étymologie: πρός, καταλείπω.
Greek Monolingual
Α καταλείπω
1. αφήνω επί πλέον ως κληρονομιά («ἀρχήν... προσκατέλιπον», Θουκ.)
2. εγκαταλείπω, αφήνω ή χάνω επί πλέον («προσκαταλείπειν σχολήν», Πλούτ.)
3. αφήνω περίσσευμα
4. αφήνω κάτι πίσω μου.
Greek Monotonic
προσκαταλείπω: μέλ. -ψω,
I. αφήνω επιπλέον ως κληρονομιά, κληροδοτώ, ἀρχήν τινι, σε Θουκ.
II. εγκαταλείπω ή χάνω επιπλέον, τὰ αὐτῶν, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
προσκαταλείπω:
1) сверх того оставлять (ἀρχήν τινι Thuc.);
2) сверх того терять (τὰ αὑτῶν Thuc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-καταλείπω nog extra verliezen, erbij verliezen:. προσκαταλιπεῖν τὰ αὑτῶν hun eigen macht ook nog verliezen Thuc. 4.62.3. (ook nog) nalaten, (erbij) nalaten, (meer) nalaten:. ὅσην ἔχομεν ἀρχήν... ἡμῖν τοῖς νῦν προσκατέλιπον zij hebben aan ons, de huidige generatie, meer nagelaten, namelijk de hele macht die wij nu bezitten Thuc. 2.36.2.
Middle Liddell
fut. ψω
I. to leave besides as a legacy, ἀρχήν τινι Thuc.
II. to lose besides, τὰ αὑτῶν Thuc.