προχωννύω

From LSJ
Revision as of 22:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχωννύω Medium diacritics: προχωννύω Low diacritics: προχωννύω Capitals: ΠΡΟΧΩΝΝΥΩ
Transliteration A: prochōnnýō Transliteration B: prochōnnyō Transliteration C: prochonnyo Beta Code: proxwnnu/w

English (LSJ)

pf. -κέχωκα, A form by deposition before, τὰς νήσους Arist. Mir.836a30. II dam back, [τὴν θάλατταν] Aristid.Or.46(3).17.

Greek Monolingual

Α
1. διαμορφώνω με επιχωμάτωση την έκταση μπροστά από έναν χώρο ή ένα κτήριο
2. γεμίζω με επιχωμάτωση, μωλώνω, μπαζώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χωννύω «σωρεύω χώμα»].