σακηφόρος

From LSJ
Revision as of 09:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰκηφόρος Medium diacritics: σακηφόρος Low diacritics: σακηφόρος Capitals: ΣΑΚΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: sakēphóros Transliteration B: sakēphoros Transliteration C: sakiforos Beta Code: sakhfo/ros

English (LSJ)

ὁ,= A σακκοφόρος 1, Διονύσου . . σ. μύσται Supp.Epigr. 4.522 (Ephesus, ii A.D.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
λάτρης θεότητας («Διονύσου... σακηφόροι μύσται», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος / σάκκος + -φόρος. Ο τ. αντί σακκοφόρος, για μετρικούς λόγους].