σκιμβός

From LSJ
Revision as of 09:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκιμβός Medium diacritics: σκιμβός Low diacritics: σκιμβός Capitals: ΣΚΙΜΒΟΣ
Transliteration A: skimbós Transliteration B: skimbos Transliteration C: skimvos Beta Code: skimbo/s

English (LSJ)

ή, όν, A halt, Hsch., cf. Sch.Ar.Nu.254.

German (Pape)

[Seite 899] hinkend, hockend, kauernd, Hesych. Vgl. σκαμβός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
χωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (πρβλ. σκαμβός). Αμφίβολη είναι η σύνδεση της λ. με το αρχ. νορβ. skeifr «λοξά» (βλ. και λ. σκίψαι)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: = χωλός, σκαμβός (H., sch. Ar. Nu. 254).
Derivatives: σκιμβάζει χωλεύει (Ar. Fr. 853, H.), to which σκιμβασμός φιλήματος εἶδος H. Semant. unclear σκιμβάδες ὕλη εὔθετος εἰς τοίχων ἐπίθεσιν, σκέπης χάριν H. Seemingly primary σκίψαι ὀκλάσαι. Ἀχαιοί H. -- Without σ-: κιμβάζει στραγγεύεται (στρατ- cod.) H.; ὀκιμ-βάζειν (ὀ- hardly from ὀκλάζειν?) διατρίβειν καὶ στραγγεύεσθαι (στρατ- cod.) H. (Phot.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Popular words, which cannot be exactly analysed; cf. σκαμβός wit furthr details. IE etymology (Germ., e.g. OWNo. skeifr slanting, Latv. šḱībs id.) in WP. 2, 546 (w. lit.), Pok. 922; to this Schwyzer 275 and 352. Farreaching combinations by Specht Ursprung 262 f. -- The word is clearly Pre-Greek (note the prenasalizatio), Furnée 154, 286.

Frisk Etymology German

σκιμβός: {skimbós}
Meaning: = χωλός, σκαμβός (H., Sch. Ar. Nu. 254)
Derivative: mit σκιμβάζει· χωλεύει (Ar. Fr. 853, H.), wozu σκιμβασμός· φιλήματος εἶδος H. Semantisch unklar σκιμβάδες· ὕλη εὔθετος εἰς τοίχων ἐπίθεσιν, σκέπης χάριν H. Anscheinend primär σκίψαι· ὀκλάσαι. Ἀχαιοί H. — Ohne σ-: κιμβάζει· στραγγεύεται (στρατ- cod.) H.; ὀκιμβάζειν (ὀ- von ὀκλάζειν?)· διατρίβειν καὶ στραγγεύεσθαι (στρατ-cod.) H. (Phot.).
Etymology : Volkstümliche Wörter, die sich einer genauen Analyse entziehen; vgl. σκαμβός mit weiteren Einzelheiten. Idg. Etymologie (germ., z.B. awno. skeifr schief, lett. šḱībs ib.) bei WP. 2, 546 (m. Lit.), Pok. 922; dazu Schwyzer 275 und 352. Weitgreifende Kombinationen bei Specht Ursprung 262 f.
Page 2,732