στραγγεῖον
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
τό, A medicine-dropper, Alex.Aphr.Pr.2.59.
German (Pape)
[Seite 950] τό, wundärztliches Werkzeug, Blut auszuziehen, gew. σικύα, Schröpfkopf, Alex. Aphrod.
Greek (Liddell-Scott)
στραγγεῖον: τό, χειρουργικὸν ὄργανον δι’ οὗ ἀπομυζᾶται αἷμα ὡς διὰ σικύας («βεντούζας»), Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 59· πρβλ. σικύα.
Greek Monolingual
τὸ, Α στράγξ, -γγός]
σταγονόμετρο.