συνεπιπλέω

From LSJ
Revision as of 10:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιπλέω Medium diacritics: συνεπιπλέω Low diacritics: συνεπιπλέω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΠΛΕΩ
Transliteration A: synepipléō Transliteration B: synepipleō Transliteration C: synepipleo Beta Code: sunepiple/w

English (LSJ)

A join in a naval expedition, D.50.59.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιπλέω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπιπλέω ἐν ναυτικῇ ἐκστρατείᾳ, οὐ μόνον τὴν οὐσίαν ἀναλίσκων, ἀλλὰ καὶ τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων Δημ. 1224, 27.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπιπλέω
συμμετέχω σε ναυτική εκστρατεία («τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων», Δημοσθ.).

Russian (Dvoretsky)

συνεπιπλέω: вместе плыть навстречу (неприятелю) Dem.