σφαγῖτις
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
ιδος, ἡ, (A σφαγή 11) of the throat, φλέβες σφαγίτιδες Arist.HA514a4, Gal.2.801, 14.718: sg., Id.2.798, Orib.45.17.6.
Greek (Liddell-Scott)
σφᾰγῖτις: -ιδος, ἡ, (σφαγὴ ΙΙ) ἡ εἰς τὸν λαιμὸν ἀνήκουσα, Λατ. jugularis, φλὲψ σφαγῖτις Πόλυβος ἐν Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 3.
Russian (Dvoretsky)
σφᾰγῖτις: ῐδος adj. f горловая, шейная: φλὲψ σ. Arst. яремная вена.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαγῖτις -ιδος [σφαγή] als adj. van de hals, hals-.