σχοινοδρόμος

From LSJ
Revision as of 12:02, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινοδρόμος Medium diacritics: σχοινοδρόμος Low diacritics: σχοινοδρόμος Capitals: ΣΧΟΙΝΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: schoinodrómos Transliteration B: schoinodromos Transliteration C: schoinodromos Beta Code: sxoinodro/mos

English (LSJ)

ὁ, A rope-climber, ὁ ἐν τῇ νηΐ σ. Hsch. s.v. σχοινίον.

German (Pape)

[Seite 1057] auf dem Seile laufend, gehend, Hesych. v. σχοινίον.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινοδρόμος: ὁ, ὁ τρέχων ἐπὶ σχοινίων, ὁ ἐν τῇ νηῒ σχ. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
ελκόμενο ντεκοβίλ χρησιμοποιούμενο σε ορυχεία και σε μεταλλεία
αρχ.
αυτός που τρέχει, που βαδίζει πάνω σε σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγο-δρόμος.