ταὐτίζω

From LSJ
Revision as of 12:34, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταὐτίζω Medium diacritics: ταὐτίζω Low diacritics: ταυτίζω Capitals: ΤΑΥΤΙΖΩ
Transliteration A: tautízō Transliteration B: tautizō Transliteration C: taftizo Beta Code: tau)ti/zw

English (LSJ)

A use as synonymous, Eust.8.33, etc.; ἕν εἰσι καὶ ταὐτίζονται Procl. in Prm. (Suppl.) p.1008 S.

German (Pape)

[Seite 1074] zu Einem und Ebendemselben machen, als einerlei ansehen, tautologisch reden, Sp., bes. Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ταὐτίζω: (ἢ ταυτίοω) ἀντὶ τοῦ εἰς ἓν τάττω, «ἰστέον δὲ ὅτι τινὲς οὐχ, ὡς εἴρηται, ταυτίζουσι θυμὸν καὶ ὀργήν, ἀλλὰ διαφορὰς αὐτῶν οἴδασι» Εὐστ. 8. 33, κτλ.· ― ταυτισμός, ὁ, ταυτότης Νικήτ. Χρον. 199D. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 181.

Greek Monolingual

ταὐτίζω ΝΜΑ, και ταυτίσω Α ταὐτόν
καθιστώ κάτι εντελώς όμοιο με κάτι άλλο, εξομοιώνω
νεοελλ.
μέσ. ταυτίζομαι
εξομοιώνομαι, είμαι ίδιος με κάποιον ή με κάτι άλλο («οι γνώμες μας ταυτίζονται»).