φιλοθεάμων

From LSJ
Revision as of 14:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοθεάμων Medium diacritics: φιλοθεάμων Low diacritics: φιλοθεάμων Capitals: ΦΙΛΟΘΕΑΜΩΝ
Transliteration A: philotheámōn Transliteration B: philotheamōn Transliteration C: filotheamon Beta Code: filoqea/mwn

English (LSJ)

[ᾱ], ον, gen. ονος, A fond of seeing, fond of shows or spectacles, Pl.R.476a, 476b, Ph.1.38, al.; c. gen., ἀθλητῶν φ. Luc.Herod.8; generally, τὸ φ. Plu.2.704e. 2 fond of contemplating, τῆς ἀληθείας Pl.R.475e; μαθηματικῶν εἰδῶν Iamb.Comm. Math.20: abs., contemplative, Plot.3.8.4.

German (Pape)

[Seite 1280] ονος, gern sehend, schaulustig, Freund von Schauspielen; Plat. neben φιλήκοος, Rep. V, 476 b; τῆς ἀληθείας 475 e; καὶ φιλομαθής Plut. Pericl. 1, oft.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοθεάμων: [ᾱ], -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ θεᾶται, ἀγαπῶν τὰ θεάματα, τὰς παραστάσεις, Πλάτ. Πολ. 475D, 476Α, Β· μετὰ γεν., φ. ἀθλητῶν Λουκ. Ἡρόδ. 8· τῆς ἀληθείας Πλάτ. Πολ. 475Ε· ― τὸ φιλοθέαμον Πλούτ. 2. 704Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui aime les spectacles ; τὸ φιλοθέαμον PLUT l’amour des spectacles.
Étymologie: φίλος, θεάομαι.

Greek Monolingual

-έαμον, ΝΑ,και τ. ουδ. -έαμον, Ν
(λόγιος τ.) αυτός του οποίου αρέσουν πολύ τα θεάματα (α. «το φιλοθεάμον κοινό καταχειροκρότησε την παράσταση» β. «φιλοθεάμονάς τε καὶ φιλοτέχνους», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός που με ευχαρίστηση διακρίνει κάτι («τῆς ἀληθείας φιλοθεάμονες», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοθεάμον
η αγάπη για τα θεάματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + θεάμων «θεατής» (< θεῶμαι)].

Greek Monotonic

φῐλοθεάμων: [ᾱ], -ον, αυτός που αγαπά τα θεάματα, αυτός που αγαπά τις επιδείξεις, τις παραστάσεις, τις θεάσεις, σε Πλάτ.· με γεν., φιλοθεάμων τῆς ἀληθείας, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοθεάμων: 2, gen. ονος (ᾱ) любящий созерцать, жаждущий (лично) видеть (φ. καὶ φιλομαθής Plut.): φ. τῆς ἀληθείας Plat. жаждущий увидеть истину.

Middle Liddell

φῐλο-θεά¯μων, ον,
fond of seeing, fond of shows, plays or spectacles, Plat.; c. gen., φ. τῆς ἀληθείας Plat.

English (Woodhouse)

fond of amusement, fond of spectacles

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)