ἀκρόμαλλος

From LSJ
Revision as of 17:02, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρόμαλλος Medium diacritics: ἀκρόμαλλος Low diacritics: ακρόμαλλος Capitals: ΑΚΡΟΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: akrómallos Transliteration B: akromallos Transliteration C: akromallos Beta Code: a)kro/mallos

English (LSJ)

ον, A very wooly, Str.4.4.3.

German (Pape)

[Seite 84] ἐρέα, bei Strab., wahrscheinlich μακρόμαλλος zu lesen, IV, 4 p. 196.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόμαλλος: -ον, ἔχων βραχὺ μαλλίον, ἀμφίβ. παρὰ Στράβ. 196, ἔνθα ὁ Κοραῆς προτείνει μακρόμαλλος.

Spanish (DGE)

-ον muy lanoso ἐρέα Str.4.4.3.

Greek Monolingual

ἀκρόμαλλος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολύ μαλλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙΙ) + -μαλλος < μαλλός «τρίχωμα, μαλλί»].