ἀποπροαιρέω

From LSJ
Revision as of 20:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπροαιρέω Medium diacritics: ἀποπροαιρέω Low diacritics: αποπροαιρέω Capitals: ΑΠΟΠΡΟΑΙΡΕΩ
Transliteration A: apoproairéō Transliteration B: apoproaireō Transliteration C: apoproaireo Beta Code: a)poproaire/w

English (LSJ)

A take away from, σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι having taken some of the bread to give it away, Od.17.457.

German (Pape)

[Seite 320] (s. αἱρέω), davon wegnehmen, οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι Od. 17, 457.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπροαιρέω: ἀφαιρῶ μέρος ἀπό τινος, οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι, ἀποπροτεμών, ἀποκόψας μέρος τοῦ ἄρτου νά μοι δώσῃς, Ὀδ. Ρ. 457.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. ao.2 ἀποπροελών;
prélever une part de, gén. : ἀπ. σίτου OD prendre un morceau de pain.
Étymologie: ἀπό, προαιρέω.

English (Autenrieth)

aor. 2 part. ἀποπροελών: take away from; τινός, Od. 17.457†.

Spanish (DGE)

extraer, coger c. gen. σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι habiendo cogido pan para darlo, Od.17.457.

Greek Monotonic

ἀποπροαιρέω: μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ -προεῖλον· αφαιρώ μέρος από, σίτου ἀποπροελθών, έχοντας αφαιρέσει μέρος του ψωμιού, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπροαιρέω: брать (от чего-л.): σίτου ἀποπροελών Hom. взяв хлеба.

Middle Liddell


to take away from, σίτου ἀποπροελών having taken some of the bread, Od.