ἄτρομος

From LSJ
Revision as of 00:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτρομος Medium diacritics: ἄτρομος Low diacritics: άτρομος Capitals: ΑΤΡΟΜΟΣ
Transliteration A: átromos Transliteration B: atromos Transliteration C: atromos Beta Code: a)/tromos

English (LSJ)

ον, A fearless, ἐν δέ τε θυμὸς στήθεσιν ἄ. ἐστι Il.16.163; μένος . . ἄ. 5.126, 17.157; σῶμα Orph.Fr.168.23; νεῦρα Aret.CA1.2; ἄ. ὕπνος calm, undisturbed, AP6.69 (Maced.). Adv. -μως Plu.2.474d, 475f.

German (Pape)

[Seite 389] nicht zitternd, unerschrocken, θυμός Il. 16, 163; μένος 5, 126; öfter sp. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne tremble pas, intrépide.
Étymologie: ἀ, τρέμω.

English (Autenrieth)

(τρέμω): intrepid, fearless. (Il.)

Spanish (DGE)

-ον
I 1intrépido θυμός Il.16.163, μένος Il.5.126, 17.157, ἀλκή A.R.3.1257, ἦτορ Opp.H.5.450, κόρη Lyc.1003, ἀνήρ Nonn.D.22.216, cf. Opp.H.3.44, Nonn.D.1.281, 11.118, 26.138, 216, σὺ δὲ χθόνα καὶ κατὰ πόντον ἄ. ἀΐσσεις Mosch.2.143, de animales ἄ. ἔσσω λέων Nonn.D.26.27.
2 en sent. fís. firme, vigoroso σῶμα ... ἄ. de Zeus, Orph.Fr.168.23, Ὦ Φύσι ... ἄτρομε Orph.H.10.26
medic. no tembloroso ῥῖγος ἄ. escalofrío no acompañado de temblor Hp.Epid.4.45
tenso ἄτρομα ἠδὲ κραταιὰ τὰ νεῦρα γίγνεται Aret.CA 1.2.10
firme σφυγμοὶ ... ἄτρομοι, σφοδροί Aret.CA 2.3.18.
3 sin sobresaltos, tranquilo, reposado πλοΐη AP 9.107 (Leon.), ἄ. ὕπνος AP 6.69 (Maced).
II adv. -ως intrépidamente ἀ. καὶ ἀδεῶς Plu.2.85d, cf. 474d, θαρραλέως καὶ ἀτρόμως ὑπομεῖναι τὸ συμβαῖνον Plu.2.475f.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτρομος, -ον)
ατρόμητος, τολμηρός.

Greek Monotonic

ἄτρομος: -ον (τρέμω), άφοβος, ατρόμητος, απτόητος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄτρομος:
1) бесстрашный, неустрашимый (θυμός Hom.; μένος Hom., Plut.);
2) спокойный, безмятежный (ὕπνος, εὔπλοια Anth.).

Middle Liddell

τρέμω
intrepid, dauntless, Il.