ἐπιπίλναμαι
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
only pres., Ep. for ἐπιπελάζομαι, A come near, οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται Od.6.44 (v.l. ἐπικίδναται) ; ἐπ' οὔδει πίλναται Il.19.92.
German (Pape)
[Seite 969] (s. πίλναμαι), annahen, sich nähern, οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται Od. 6, 44.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπίλναμαι: Ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἐπικ., προσπελάζω, ἔρχομαι πλησίον, οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται Ὀδ. Ζ. 14.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
s’approcher.
Étymologie: ἐπί, πίλναμαι.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἐπιπίλναμαι (Α) πίλναμαι
(αποθ., μόν. στον ενεστ.) προσπελάζω, έρχομαι κοντά («οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐπιπίλναμαι: αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., έρχομαι κοντά, εγγίζω, πλησιάζω, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπίλνᾰμαι: (только 3 л. sing. praes.) приходить, наступать: οὔτε ποτ᾽ ὄμβρῳ δεύεται, οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται Hom. (Олимп, который) никогда не увлажняется дождем и (на котором) не бывает снега.
Middle Liddell
Dep. to come near, Od. only in pres. and imperf.,]