ἐρυτήρ
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A that which draws up, ἐ. φάρυγγος, of a strip of papyrus used to induce vomiting, Nic.Al.363.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῠτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἐξελκύων ἢ σῴζων ἀπό τινος, κακῶν ἐρυτῆρα Νικ. Ἀλεξιφ. 363.
Greek Monolingual
ἐρυτήρ, -ῆρος ὁ (Α)
ερύω
αντικείμενο που τραβάει κάτι προς τα πάνω ή προς τα έξω («ἐρυτῆρα φάρυγγος» — λεπτό τεμάχιο παπύρου που τοποθετείται στον φάρυγγα για πρόκληση εμετού, Νίκ.).